Οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν ότι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή τέσσερις ουσίες: «η γη, το ύδωρ, το πυρ και ο αήρ». Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα αυτή «τον αιθέρα», ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία ή πεμπτουσία.

Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πολλές ιδιαιτερότητες: είναι αγέννητον, αγήρατον, άφθαρτον, αΐδιον, αναυξές και αναλλοίωτον. Επιπλέον, εντοπίζεται στα ψηλά στρώματα του ουρανού (στον «ανώτατον τόπον») όπου κατοικεί η θεότητα.

Οι Έλληνες φιλόσοφοι της ύστερης αρχαιότητας (Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, Σιμπλίκιος και άλλοι), αλλά και οι Βυζαντινοί, όπως ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, καθώς και πολλοί Δυτικοί ερμήνευσαν, τροποποίησαν και εμπλούτισαν την θεωρία του Αριστοτέλη.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η πέμπτη ουσία, η quinta essentia των Δυτικών, κατέληξε να σημαίνει την βασική ουσία κάθε όντος, τον πυρήνα γύρω από τον οποίο οργανώνεται η ύπαρξή του.

Το τρίπτυχο Πολιτισμός – Επιστήμες – Θρησκεία

Η ικανότητα επιλύσεως διαφόρων προβλημάτων που αναφύονται στο κοινωνικό σύνολο, καθώς και η συνεχής διαδικασία προόδου των ανθρωπίνων γνώσεων, η επιστήμη και η τεχνολογία που αναπτύσσονται ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εκάστοτε εποχής, η τέχνη που διακονεί το ωραίο, οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που οργανώνονται για την επίτευξη μεγαλύτερης συνεργασίας, είναι ο δυναμικός άξονας πάνω στον οποίο δημιουργούνται οι πολιτισμοί.

Η ύπαρξη του σύμπαντος, τα φυσικά φαινόμενα, όλη η δημουργία έκαναν τον άνθρωπο να αναζητά τον Δημιουργό. Η κίνηση του ανθρωπίνου πνεύματος προς τον Θεό δημιούργησε το φαινόμενο των θρησκειών από την στιγμή εμφανίσεως του ανθρώπου στην γη. Αργότερα, όταν ο άνθρωπος άρχισε να αισθάνεται και να κατανοεί βαθύτερες έννοιες που έχουν σχέση με τον ψυχισμό του, την συνείδηση, την αθανασία, την παιδεία, την φιλανθρωπία, την ευγένεια ήθους και σοφίας ή την βαθύτερη διαφορά των εννοιών αρετής και κακίας, φρόνησης και αφροσύνης, δειλίας και ανδρείας, δικαιοσύνης και αδικίας ήταν φυσιολογικό να δημιουργηθούν διάφορες ηθικές και κοινωνικές αξίες, που καθόριζαν το γενικότερο τρόπο ζωής στην κοινωνία των ανθρώπων ακόμη και στην τέχνη.

Οι αρχαίοι Έλληνες, αφού πλέον, διαμέσου της κοινωνικής οργανώσεως και της παιδείας είχαν ξεφύγει από την αναγκαιότητα της πείνας και της ανασφάλειας, ασχολήθηκαν με τον πολιτισμό, την τέχνη και τα γράμματα. Προσέφεραν στον πολιτισμό την έννοια της εσωτερικής πνευματικής καλλιέργειας. Η αναζήτηση της αλήθειας ως απολύτου υπαρξιακού γεγονότος ήταν πολύ έντονη στους αρχαίους Έλληνες, γι’ αυτό εξάλλου είχαν φτιάξει βωμό «τω αγνώστω Θεώ».

Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου βρήκε πρόσφορο έδαφος πάνω στην έφεση του Έλληνα για το ωραίο, το αγαθό, την αλήθεια, το αιώνιο, ώστε να αναπτυχθεί αργότερα το μέγεθος που ονομάστηκε Ελληνορθοδοξία. Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού μεγαλούργησε στην πορεία των αιώνων.

Η Ορθοδοξία μέσα στο περιβάλλον του Ελληνισμού δεν λειτούργησε ως κάποια θρησκεία ή σέκτα. Δεν ήταν κίνηση του ανθρωπίνου πνεύματος προς τον Θεό, αλλά η αποκάλυψη του αληθινού Θεού, Ιησού Χριστού, προς τον άνθρωπο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμού ήταν ανέκαθεν η πρόσληψη του ξένου και του νέου, η αφομοίωση και η συνθετική και δημιουργική του μεταμόρφωση.

Βασική αρχή της Ορθοδοξίας είναι η αρχή του προσώπου – υποστάσεως στον Θεό και τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι Τριάδα προσώπων – υποστάσεων με κοινή ουσία, αλλά και ξεχωριστά και μοναδικά χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος που εικονίζει τον Θεό είναι ξεχωριστός και μοναδικός ως πρόσωπο. Έτσι η Ορθοδοξία δεν περιθωριοποίησε τον άνθρωπο. Προσδοκεί και μπορεί να προσφέρει στο ανθρώπινο γένος την αληθινή ενότητα και παγκοσμιότητα. Δεν απορρόφησε τις εθνότητες, δεν μαζοποίησε τον άνθρωπο, αλλά συμβάλλει στην διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας κάθε εθνότητας.

Η Ορθοδοξία παρήγαγε πολιτισμό, συνέβαλε στην ανάπτυξη των τεχνών, μουσικής, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ποίησης, αρχιτεκτονικής κ.ά. μέσα από μία θεανθρωπική προοπτική.

Η Ορθοδοξία ευνόησε την ανάπτυξη των επιστημών, δεν ήλθε ποτέ σε διάσταση με την επιστήμη, επειδή μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση βιώνεται η διάκριση της κτιστής και άκτιστης γνώσεως. Οι σχολαστικοί θεολόγοι της Δύσης ανέπτυξαν ενιαία μεθοδολογία για την προσέγγιση κτιστού και ακτίστου, ενώ οι Πατέρες της Ορθοδόξου Ανατολής ακολούθησαν διπλή μεθοδολογία. Ιδιαίτερα ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απέρριπτε την διαλεκτική μέθοδο για την θεογνωσία. Την αποδέχονταν όμως, για τις επιστήμες και την διατύπωση των δογμάτων με έννοιες που επινοεί η ίδια η διαλεκτική.

  • Οι επιστήμες έχουν ως έργο τους την γνώση της ουσίας και της λειτουργίας των όντων, ενώ η ορθόδοξη θεολογία προσφέρει στον άνθρωπο την εμπειρική γνώση του ακτίστου Θεού, του δημιουργού των όντων, την κοινωνία με τις θείες ενέργειες.
  • Οι επιστήμες ασχολούνται με το πώς, ενώ η ορθόδοξη θεολογία με το ποιός και γιατί.
  • Οι επιστήμες προσφέρουν στον άνθρωπο γνώσεις που συνεχώς αναπτύσσονται και εξελίσσονται, ενώ η ορθόδοξη θεολογία προσφέρει τον αυθεντικό τρόπο ύπαρξης του ανθρωπίνου είναι, την ένωσή του με τον Θεό, την βίωση της άκτιστης θείας Χάριτος.

Η σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θεολογίας έγινε στην Δύση μετά την περίοδο της Αναγέννησης (14ος αι.) και κυρίως με τον Διαφωτισμό (18ος αι.) και την ανάπτυξη των επιστημών, γιατί η δυτική χριστιανοσύνη έχασε βαθμηδόν τον εσχατολογικό προσανατολισμό, προσέλαβε εγκοσμιοκρατικό χαρακτήρα, αποκόπηκε από την ορθόδοξη παράδοση της Ανατολής και εκκοσμικεύθηκε. ΄Ετσι, οπλισμένη με εγκόσμια δύναμη κατέφυγε στην Ιερά Εξέταση, το κυνήγι των μαγισσών, τα συγχωροχάρτια, τον δια πυράς θάνατο και τις ποικίλες απαγορεύσεις στρεβλώνοντας το μήνυμα του ευαγγελίου της αγάπης. Ταυτόχρονα ήλθε σε βίαιη σύγκρουση με πολλούς επιστήμονες, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν απορρίψει λόγω των παραπάνω υπερβάσεων τον δυτικό εκκλησιαστικό οργανισμό.

Η βαθιά ελληνική φιλοσοφική σκέψη, η απαράμιλλη ελληνική γλώσσα, η πολιτική ορολογία και η δημοκρατική συλλογική πρακτική όχι μόνο διασώθηκαν στην Ορθοδοξία, την αυθεντική μορφή του Χριστιανισμού, αλλά αφού εμπλουτίστηκαν και ανανοηματοδοτήθηκαν με νέα στοιχεία από την διδαχή του Χριστού, αποτέλεσαν πολύτιμα μέσα της έκφρασής της και της οργάνωσής της. Η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκευτική φιλοσοφία και διανόηση, αλλά αποκάλυψη και ζωή, που στηρίζεται στην θεία εμπειρία, στην υπέρβαση του κτιστού και την οικείωση του Ακτίστου. Η ορθόδοξη θεολογία είναι φιλοκαλική και Πατερική, είναι η θεολογία του «Ωραίου κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων», είναι η θεολογία των «Πατέρων ημών».

Η ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας, ιδιαίτερα της βιοτεχνολογίας και της πληροφορικής στις αρχές της τρίτης χιλιετίας που ζούμε δημιουργεί ένα κλίμα αβέβαιο, διφορούμενο.

  • Οι προοπτικές των συγχρόνων επιστημών μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές στον χώρο της ιατρικής, της γενετικής μηχανικής, της νανοτεχνολογίας κ.ά. για την πρόβλεψη και θεραπεία πολλών έως τώρα ανιάτων ασθενειών, αλλά και για μια πιο άνετη διαβίωση του ανθρώπου.
  • Όμως από την άλλη πλευρά η αλόγιστη χρήση των τεχνολογικών αυτών επιτεύξεων απειλεί τον πλανήτη μας από μία οικολογική ή βιολογική καταστροφή.

Είναι επιτακτική ανάγκη για τους επιστήμονες να έρθουν «εις εαυτόν», να αποκτήσουν φωτισμένο νου, ώστε να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι ιδιοτελή συμφέροντα.

Η παραδοσιακή εποχή είναι πλέον παρελθόν. Ο ορθός λόγος, οι επιστήμες και οι πολιτικές της νεωτερικότητας παρέδωσαν την σκυτάλη στην μετανεωτερικότητα. Ο μετανεωτερικός άνθρωπος δεν κινείται πια με πρόταγμα την αγιότητα, την γνώση και την σοφία, αλλά αποδέχεται άκριτα την εικόνα και την πληροφορία, τον ευδαιμονισμό και πολλές φορές τον παραλογισμό.

Μπορεί η μετανεωτερικότητα να χαρακτηρίζεται από τον ανορθολογισμό, τον κατακερματισμό, την ηθική ποικιλομορφία, την πεσιμιστική επιθυμία του τέλους της ιστορίας και του κόσμου, την παγκοσμιοποίηση, την ομογενοποίηση του τρόπου ζωής, όμως βλέπουμε ότι μετά «τον θάνατο του Θεού» που επέφερε η νεωτερικότητα ζούμε τώρα «την επιστροφή του Θεού». Μπορεί τα κοινωνικά πρότυπα να έχουν εκφυλισθεί, να βάλλονται οι θεσμοί, να παρατηρείται μία αναντίρρητη υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής, όμως ο σύγχρονος άνθρωπος ζώντας σε ένα πολυπολιτισμικό και πλουραλιστικό περιβάλλον προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει την ταυτότητά του.

Ο σύγχρονος μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν γνωρίζει τι είναι ο άνθρωπος. Η Πεμπτουσία με το φιλοκαλικό πνεύμα που την χαρακτηρίζει θέλει να συμβάλει με την παρουσία της στο διαδικτυακό χώρο στην καλύτερη νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου, στην αναζήτηση του οντολογικού περιεχομένου του ανθρώπου, στην επίγνωση του ανεξάντλητου μυστηρίου του ανθρώπου, του αποφατικώς απροσδιορίστου και εσχατολογικώς εν Χριστώ γιγνομένου, του ανθρώπου που εικονίζει το θείο κάλλος. Και το κάλλος του ανθρώπου πηγάζει από το κάλλος του Τριαδικού Θεού. Τελικά «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».

www.pemptousia.gr